- ἄγλωσσοι
- ἄγλωσσοςwithout tonguemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγλωσσος — η, ο αυτός που δεν έχει λαλιά, βουβός· μτφ., αυτός που είναι ανίκανος να εκφραστεί σωστά στη γλώσσα του: Οι Έλληνες, μαθαίνοντας στο σχολειό καθαρεύουσα και δημοτική, καταντούσαν άγλωσσοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)